- ἀτριβής
- ἀτριβήςnot rubbedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατριβής — ἀτριβής, ές (AM) 1. αυτός που δεν έχει υποστεί τριβή 2. (για τόπους) δίχως «τρίβον», αδιάβατος 3. (για δρόμους) αυτός που δεν χρησιμοποιείται πολύ, απάτητος 4. αμεταχείριστος, πρόσφατος 5. (για τον τράχηλο ζώου) που δεν φέρει ζυγό 6. μη… … Dictionary of Greek
ἀτριβῆ — ἀτριβής not rubbed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀτριβής not rubbed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀτριβής not rubbed masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτριβεῖ — ἀτριβής not rubbed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀτριβής not rubbed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτριβεῖς — ἀτριβής not rubbed masc/fem acc pl ἀτριβής not rubbed masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτριβές — ἀτριβής not rubbed masc/fem voc sg ἀτριβής not rubbed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτριβοῦς — ἀτριβής not rubbed masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτριβέσιν — ἀτριβής not rubbed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτριβῶν — ἀτριβής not rubbed masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτριβῶς — ἀτριβής not rubbed adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτριφτος — η, ο (AM ἄτριπτος ον) 1. ατριβής, αυτός που δεν έχει φθαρεί ή σκληρυνθεί από την πολλή χρήση 2. (για στάρι) ανάλεστος, ακοπάνιστος 3. αγύμναστος, άπειρος, άμαθος νεοελλ. αυτός που δεν επιδέχεται τριβή, που δεν μπορεί να τον τρίψει κανείς αρχ. 1.… … Dictionary of Greek